Γεμάτα μαγαζιά και γεμάτα θέατρα, συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, συνεργασίες με τους καλύτερους, προτάσεις για δίσκους, εξαψήφια views στο youtube, αδιάκοπη παρουσία στα profile φίλων σε facebook και twitter, χειροκροτήματα, φωνές, χοροί, ενθουσιασμός και εκείνο το αυθόρμητο “γεια σου ρε Γιάννη!” που πάντα ακούγεται όταν ανάβουν τα αισθήματα μετά τις πρώτες νότες.
Από τις πρώτες πενιές στο μαντολίνο που του χάρισε ο πατέρας και από τις βόλτες με τα πρόβατα κάπου στο Λασίθι (τις οποίες εξομολογείται με ειλικρίνεια σε κάθε συνεντευξιακή ευκαιρία), στα απανωτά sold out, στον Σταύρο Ξαρχάκο και στον Eric Burton. Από την πρώτη του ζωντανή εμφάνιση στο Λυκαβηττό για το μεγάλο αφιέρωμα στο Νίκο Ξυλούρη έχουν περάσει δώδεκα χρόνια. Δώδεκα γεμάτα χρόνια από εκείνο το “εγώ ‘μαι που σε γλέντησα και ‘γω θα σε κερδίσω ψεύτη κόσμε” που τραγούδησε με έναν υπόπτως ώριμο τρόπο στα πρώτα-πρώτα βήματά του επί σκηνής. Και να’ τος, επιστρέφει στα ίδια θέατρα για να τα γεμίσει ασφυκτικά παίρνοντας τη χαρά και την ευθύνη.
Στην εποχή της πολυσυζητημένης αυτής κρίσης κατά την οποία το τραγούδι δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο, το ξεσκαρτάρισμα έφερε τον Γιάννη Χαρούλη στην κορυφή. Συνωμοσία του κατεστημένου των media; Τύχη και γνωριμίες; Ή ένας ατόφιος καλλιτέχνης που αναδύθηκε σε μια από τις δυσκολότερες και πιο αμήχανες εποχές για τον ελληνικό πολιτισμό, αγγίζοντας την (καλά κρυμμένη) χορδή μιας κοινωνίας που διψάει για ουσία;
Κοινώς, γιατί άραγε σαρώνει ο Γιάννης Χαρούλης;
Τα παρακάτω αποτελούν την προσπάθειά μας να αποκωδικοποιήσουμε τα σημεία του φαινομένου και να καταγράψουμε τα χαρακτηριστικά του, με όση λογική εν πάση περιπτώσει μπορεί να χρησιμοποιηθεί για έναν άνθρωπο που συγκινεί βαθιά τις ψυχές μας, τραγουδώντας και παίζοντας λαούτο μπροστά από ένα μικρόφωνο.
Τα ΔΕΝ του Γιάννη Χαρούλη
1) Δεν προσπαθεί να γίνει ο νέος Ξυλούρης. Η ομοιότητα της φωνής του Χαρούλη με τον Αρχάγγελο της Κρήτης είναι κάτι πέρα από εμφανής. Είναι γεγονός όμως ότι η Ιστορία δεν στάθηκε φειδωλή όσον αφορά τέτοιου είδους συμπτώσεις. Δεν ήταν (και δεν είναι ακόμα) λίγοι οι ερμηνευτές που είχαν παρόμοιο γρέζι με εκείνο του Ξυλούρη. Πόσοι όμως έφτασαν τόσο ψηλά; Πριν από χρόνια ο Μάνος Ξυδούς, παραγωγός του πρώτου προσωπικού δίσκου του Χαρούλη, σε μια off the record συζήτηση μου είχε εμπιστευθεί την (τότε) ανησυχία της εταιρίας σχετικά με την ομοιότητα των δύο φωνών. Η απάντηση του Ξυδούς ήταν «γιατί σας ενοχλεί; Εκείνο που θα κρίνει τον μικρό δεν είναι η ομοιότητα της φωνής, αλλά η στάση που θα διαλέξει απέναντι στο τραγούδι.» Έτσι κι έγινε: ο Χαρούλης δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει ένας νέος Ξυλούρης, διαχώρισε το δρόμο του και τον έχτισε με άλλα υλικά.
2) Σέβεται αλλά δεν καταχράται την κρητική μουσική παράδοση, η οποία ούτως ή άλλως έχει τα χαρακτηριστικά ενός ζωντανού οργανισμού. Κοινώς δεν το παρακάνει με τα κρητικά (εκτός όταν παίζει εντός έδρας…).
3) Είτε επί σκηνής, είτε εκτός σκηνής, είτε μπροστά σε τηλεοπτική κάμερα, είτε στο καφενείο της γειτονιάς, δεν υποκρίνεται κάτι που δεν είναι. Αν κάτι μετράει στα χρόνια της κρίσης είναι το value for money σε όλες τις παραλλαγές του και ο κόσμος που έρχεται σε επαφή με το θέμα «Χαρούλης» ξέρει τι παίρνει και τι πάει να δει την ώρα που πληρώνει το αντίτιμο του εισιτηρίου ή του cd, χωρίς αμφιβολίες και ενδοιασμούς.
4) Δεν φλυαρεί με την τέχνη του και δεν την σπαταλά. Είναι ένας ερμηνευτής με τεράστιες δυνατότητες τις οποίες γνωρίζει. Δεν βιάζεται να βγάλει δίσκο, δεν επιχειρεί πράγματα πέρα από το καλλιτεχνικό του ανάστημα. Πατάει σταθερά στα γερά του πόδια.
5) Δεν έχει κόμπλεξ. Τραγουδά όταν χρειαστεί με τον ίδιο σεβασμό δίπλα σε μικρούς τραγουδιστές με όχι και τόσο καλή ορχήστρα σε όχι και τόσο καλούς χώρους, όπως και με τον Eric Burton στη Μαλακάσα ή τον Σταύρο Ξαρχάκο στο Παλλάς.
Τα ΟΝΤΩΣ του Γιάννη Χαρούλη
1) Είναι ικανός τραγουδιστής αλλά και ακόμα πιο ικανός ερμηνευτής. Ξέρει να χειρίζεται το λόγο και τη μελωδία στο τραγούδι με μαεστρία, έχει συναίσθηση του τι τραγουδά και πώς πρέπει να το τραγουδήσει.
2) Έχει καλό καλλιτεχνικό κριτήριο και άποψη, πράγμα που προκύπτει από τα μέχρι τώρα βήματά του. Έχει δισκογραφήσει πολύ καλό υλικό και πιστεύει απολύτως σε αυτό που κάνει.
3) Η μεγάλη του δύναμή είναι τα live του, και τα live για την εποχή της ανύπαρκτης δισκογραφίας και των αδύναμων μουσικών ραδιοφώνων αποτελούν μονόδρομο. Άρα;
4) Είναι εργατικός. Η άποψη ότι το καλό αποτέλεσμα είναι προϊόν 30% ταλέντου και 70% δουλειάς, στο ελληνικό τραγούδι αποδεικνύεται περίτρανα επί δεκαετίες. Οι “αδικημένοι του συστήματος” μάλλον κάτι δεν κάνουν καλά.
5) Με χροιά παρόμοια με εκείνη του Νίκου Ξυλούρη, ο Χαρούλης κλείνει το μάτι στο υποσυνείδητο ενός ολόκληρου έθνους με ιστορική μνήμη η οποία περνά αναμφίβολα από τη φωνή του Αρχάγγελου της Κρήτης. Κι αυτό κακό δεν το λες.
6) Σωστό timing. Δεν μπορείς να αποκόψεις τον καλλιτέχνη από την εποχή του. Κι αν μπορείς, δεν είναι έντιμο. Τι ενώνει λοιπόν στις εξέδρες του Θεάτρου Βράχων ζευγάρια 70ρηδων καθήμενων χαμηλά στις εξέδρες με τις παρέες των 16ρηδων που χοροπηδάνε σαν τρελοί στην καρδιά της πλατείας, στην Ελλάδα του 2014; Συνενννοηθήκαμε.
7) Είναι συμπαθής. Η φυσιογνωμία του και η έμφυτη ευγένεια που επιδεικνύει, τού προσδίδουν μια θετική εικόνα στα μάτια ακόμα και όσων δεν ακούν τα τραγούδια του στο αυτοκίνητο.
8) Έχει καλούς συνεργάτες. Είτε βασανίστηκε για να τους επιλέξει, είτε στάθηκε τυχερός, η ομάδα (εντός και εκτός σκηνής) αποδίδει.
9) Είναι ο φυσικός συνεχιστής μιας καλλιτεχνικής γραμμής που περιλαμβάνει στις τάξεις της το Νίκο Παπάζογλου, τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Ορφέα Περίδη, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου αλλά και πιστούς (φανατικούς) ακροατές/ακόλουθους που διαμορφώνουν το κλίμα και στρώνουν το έδαφος. Σταθερές αξίες μιας μουσικής γήινης, χειροπιαστής και ανθρώπινης, φορέα μιας ισχυρής ελληνικής κουλτούρας μέσα στο χρόνο η οποία δεν σταματάει να υπάρχει και να εξελίσσεται.
Προσεγγίζοντας λοιπόν το φαινόμενο «Γιάννης Χαρούλης» το βασικότερο που αντιλαμβάνεται κανείς είναι ότι πέραν του ταλέντου (το οποίο ούτως ή άλλως δεν επιλέγεις αλλά σε επιλέγει) δεν υπάρχει μαγικό φίλτρο και συνταγές επιτυχίας. Πόσω δε μάλλον την εποχή που η επιτυχία έρχεται όλο και δυσκολότερα, όλο και σπανιότερα και διαρκεί όλο και λιγότερο. Επίσης, καταλήγουμε με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι τα περισσότερα από τα παραπάνω δεν είναι παρά τα προφανή για κάποιον που καταφέρνει σήμερα να είναι ένας από τους εμπορικότερους (παρότι έντεχνος – sic) καλλιτέχνες πανελλαδικώς. Θα μπορούσαμε να πούμε επίσης ότι ως προϋποθέσεις είναι πέρα από αυτονόητα για όσους νέους καλλιτέχνες επιθυμούν να ανέβουν τα σκαλιά της καταξίωσης εκμεταλλευόμενοι τόσο το ταλέντο τους όσο και τη συγκυρία. Εύκολο; Κάθε άλλο. Μα όπως γράφτηκε κάποτε με σπρέι πάνω σε τοίχο «μίλα για τα αυτονόητα, δεν έχουν όλοι τα ίδια».
Τέλος, δεν θα μπορούσε να αφήσουμε απ’ έξω το ερώτημα που (θα έπρεπε να) βασανίζει κάθε καλλιτέχνη που καταφέρνει εμπορικά ή καλλιτεχνικά κάτι μεγάλο. Θα αντέξει στο χρόνο ή θα ξεφουσκώσει με τη σειρά του εκπνέοντας άγαρμπα όσα κατάφερε να χτίσει στην πρώτη του δεκαετία; Θα διαγράψει μια πορεία αντάξια ενός Ξυλούρη, ενός Θανάση κι ενός Σωκράτη; Θα καταφέρουν η φωνή και τα τραγούδια του να στιγματίσουν ζωές και εποχές; Θα τον νοσταλγήσει κάποτε η ψυχή του μέσου Έλληνα; Απάντηση: δεν γνωρίζω. Αν και το ξεκίνημά του δείχνει σαφέστατα ότι οι προϋποθέσεις υπήρχαν από την αρχή και ο δρόμος έχει ανοίξει, Κάτι τέτοιο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προεξοφληθεί. Απαντήσεις δίνει μόνο ο χρόνος και η τέχνη μόνο εκείνον εμπιστεύεται σε πείσμα κάθε είδους προβλέψεων και μεθοδεύσεων που όσο καλοπροαίρετα και να το δει κανείς, δεν παύουν να συμβαίνουν στην προσπάθεια να διαμορφωθεί το κλίμα, οι συνθήκες και η αγορά υπέρ κάποιων “εκλεκτών”.
Ιδού η άποψη πέντε ανθρώπων της μουσικής οι οποίοι παρουσιάζουν- είτε λεπτομερώς είτε λακωνίζοντας- τη δική τους οπτική γωνία στο φαινόμενο.
Σταμάτης Κραουνάκης (συνθέτης).
Γιατί είναι ταλαντούχος, τίμιος, καθαρός και Κρητίκαρος!
Μαρίνα Λαχανά (τελευταία διευθύντρια προγράμματος Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ και ραδιοφωνική παραγωγός).
Όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Γιάννη Χαρούλη στο ” παλιό τραγούδι” ο ήχος του τραγουδιού και ο ήχος της φωνής του, μου έφεραν κάτι από μουσική μνήμη.
Μέσα σε μια δεκαετία που ακούω τον Χαρούλη, αφουγκράζομαι την ισορροπία της μουσικής παράδοσης της ιδιαίτερης πατρίδας του σα να λέμε της μητρικής του γλώσσας με τα δικά του όμως χαρακτηριστικά και στις ηχογραφήσεις και στα live.
Πιστεύω ότι είναι συνεχιστής ενώ σέβεται και αναζητά τις ρίζες του. Ο Χαρούλης ακολούθησε παλιούς κανόνες και δημιούργησε δικούς του με πίστη και προσήλωση. Να απαντήσω με δυο λέξεις; Γιατί σαρώνει; Γιατί έχει πίστη και αλήθεια. Να πω περισσότερα; Αποφεύγω τις στεγνές και αποστειρωμένες αναλύσεις. Τη μουσική τη νιώθεις.
Γιώργος Ανδρέου (συνθέτης)
Κάποτε, εκεί λίγο μετά τη χούντα των συνταγματαρχών, ένα μεγάλο μέρος του κοινού και των καλλιτεχνών ξαφνικά, έχοντας την ανάμνηση από τη χρήση της ελληνικής μουσικής από το καθεστώς, στράφηκαν με φανατισμό προς την ξένη μουσική. Θεωρούσαν κάθε τι ελληνικό στο τραγούδι ως αναχρονιστικό. Κάποιοι όμως το στήριξαν ανοιχτά, όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος που έστρεψε ξανά τον κόσμο στις πραγματικές μας ρίζες και στην αναζήτηση της ελληνικότητας. Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν επίσης ένας από αυτούς που στήριξε το ελληνικό τραγούδι και μάλιστα πολύ σημαντικός. Έτσι λοιπόν και σήμερα, την εποχή που η χώρα μας ρεζιλεύεται διεθνώς, αρκετοί και κυρίως νέοι καλλιτέχνες αρνούνται να τραγουδήσουν στα ελληνικά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πριν λίγο καιρό έκανα μια οντισιόν για νέα παιδιά και συνειδητοποίησα προς μεγάλη μου έκπληξη ότι τα περισσότερα δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν κάποιο ελληνικό τραγούδι, αν εξαιρέσεις μερικά τραγούδια του Χατζιδάκι που τα είχαν ήδη προβάρει για τις εξετάσεις τους. Δεν κατείχαν τίποτα από τον θησαυρό του ελληνικού τραγουδιού. Δεν κατακρίνω ασφαλώς κανέναν για τις επιλογές που κάνει, αλλά νομίζω ότι στην εποχή μας είναι πάρα πολύ σημαντικό να στηρίζεις την ελληνική γλώσσα. Ο Γιάννης Χαρούλης με τα τραγούδια που επιλέγει να τραγουδήσει αλλά και την όλη στάση του, δίνει στην πραγματικότητα ψήφο στην ελληνική γλώσσα και ό,τι αυτή κουβαλά ως φορέας ενός απίστευτου πλούτου και πολιτισμού. Όπως ο Ξυλούρης κάποτε ήταν ένας νέος της εποχής του που φορούσε παντελόνι καμπάνα αλλά κρατούσε κρητική λύρα, έτσι και ο Χαρούλης σήμερα είναι ένας νεαρός μαλλιάς που κρατά λαούτο κι έχει μια πιο ηλεκτρική και έθνικ μπάντα μαζί του. Το θέμα λοιπόν είναι εξόχως πολιτικό και όχι κομματικό και νομίζω ότι ο Χαρούλης πηγαίνει τόσο εντυπωσιακά καλά επειδή ακριβώς εκφράζει αυτή την εποχή και αυτό το σημαντικό ζήτημα χωρίς να του γυρίζει την πλάτη.
Χρήστος Καρυώτης (Ραδιοφωνικός παραγωγός και στέλεχος της Feelgood Entertainment)
Δεν είναι εύκολο να φωτιστεί η υπόθεση της μεγάλης απήχησης του Χαρούλη σε κοινό που μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Νομίζω ότι σαν πρόσωπο κουβαλάει την ανάμνηση μιας μουσικής παράδοσης που αγγίζει το κληρονομικό υποσυνείδητο των ακουσμάτων μας. Διαθέτει την δύναμη της παράδοσης αλλά την μεταφέρει με αλήθεια, καθαρότητα και ένα σύγχρονο πρόσωπο και αυτό τον ξεχωρίζει από άλλους που προσπαθούν απλά να την αναπαράγουν, χωρίς φαντασία και συναίσθημα. Ο ίδιος σαν πρόσωπο κατέχει αυτή τη δύναμη πέρα από το ρεπερτόριο που έχει ερμηνεύσει ή την απειροελάχιστη προβολή στα media. Η φωνή του βρίσκει τον τρόπο να ανακαλύπτει τον καθένα και να τον μαγεύει, απλά με την αλήθεια της και την ιστορία που κουβαλάει, μεγαλύτερη κατά αιώνες από τον ίδιο ή το κοινό του.
Μιχάλης Κουμπιός (συνθέτης)
Το καλοκαίρι του 2002, ως διευθυντής έκδοσης του περιοδικού Δίφωνο, μεταξύ άλλων εκδηλώσεων, σχεδίασα και οργάνωσα μία μεγαλειώδη συναυλία στο Λυκαβηττό, αφιέρωμα στο Νίκο Ξυλούρη. Ανάμεσα στους τραγουδιστές που συμμετείχαν κι ο νεαρός τότε Γιάννης Χαρούλης ο οποίος έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο αθηναϊκό κοινό. Ο Γιάννης Χαρούλης βρέθηκε να συμμετέχει στη συναυλία αυτή μετά από πρόταση που μου έκανε ο Χρήστος Θηβαίος. Ο Γιάννης Χαρούλης κέρδισε το κοινό της συναυλίας και μου αποκάλυψε έναν ερμηνευτή που μπορεί να διαγράψει μία μεγάλη πορεία στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Οι καταβολές και το ταλέντο του, με έπεισαν από τα πρώτα λεπτά της γνωριμίας μας. Την επόμενη κιόλας μέρα ξεκίνησε η διαδικασία του δίσκου. Λίγο πριν τη συναυλία του Philip Glass, με το “Koyaanisqatsi Live”- κι αυτό στο πλαίσιο της σειράς συναυλιών «Το Δίφωνο στο Λυκαβηττό», παίξαμε και τραγουδήσαμε στα παρασκήνια του Λυκαβηττού το «Στους ουρανούς», σε δική μου μουσική και στίχους του ποιητή Γιώργου Κοροπούλη Έχοντας στο μυαλό μου τα τραγούδια που είχα κάνει σε δικούς μου στίχους και μελωδίες του Μιχάλη Νικολούδη, πήγαμε άμεσα και βρήκαμε τον Νικολούδη στο studio Aeolia, που στεγάζονταν τότε στο Μετς. Εκεί πιάσαμε κουβέντα οι τρεις μας για τον άνθρωπο. Εγώ έλεγα ότι ο άνθρωπος εξελίχθηκε μέσα από άλλες μορφές ζωής και πως κουβαλά μεταλλαγμένη, την παλιά του, άθλια συνήθεια του κανίβαλου. Διατύπωσα θυμάμαι, στην κουβέντα εκείνη, την άποψη ότι ο άνθρωπος έχει εξελιχθεί ανάμεσα σε ταμπού. Για αιώνες ήταν δειλός, φοβόταν τον κόσμο έξω από τον εαυτό του και την ομάδα του, όπου έβρισκε καταφύγιο. Ο Γιάννης μας τραγούδησε ένα ριζίτικο, λέγοντας ότι η ελευθερία του ανθρώπου είναι μέγιστη ευλογία και ο Νικολούδης πρόσθεσε πως η ανθρώπινη φύση ασφαλώς μεταβάλλεται. Πως αλλάζει ο εαυτός μας όταν μαθαίνουμε περισσότερα γι’ αυτόν. Έτσι γεννήθηκε το «Γύρω μου κι εντός». Ο τίτλος κι όλοι οι στίχοι που μελοποίησε ο Μιχάλης Νικολούδης, ήταν επιλογές μου, εκτός από το τραγούδι «Κοιμήσου φεγγαρένια μου», σε στίχους της Μαρίας Στρίγγου , που είχε ήδη ο Μιχάλης Νικολούδης. Φυσικά ήταν αδύνατον να μην συμπεριλάβουμε το τραγούδι «Στους ουρανούς», σε δική μου μουσική. Το ηχογράφημα «Γύρω μου κι εντός», που έχει τη μορφή ολοκληρωμένου κύκλου τραγουδιών το πήγα τότε, σε όλες τις λεγόμενες μεγάλες εταιρείες που έτσι κι αλλιώς λόγω του περιοδικού, είχα μαζί τους καθημερινό νταλαβέρι. Παντού όμως ειρωνεία και καγχασμοί. Κανείς δεν έβλεπε τότε αυτό που έβλεπα. Κι έτσι, ο δίσκος κυκλοφόρησε από την πρωτοεμφανιζόμενη Polymusic με ιδιωτικό συμφωνητικό που έχει ημερομηνία 30/1/2003. Αυτό που οι περισσότεροι έλληνες σήμερα αντιλαμβάνονται, κανείς από τους μεγάλους παράγοντες της ελληνικής δισκογραφίας δεν το αντιλήφθηκε. Θυμάμαι σαν χθες τα σχόλια της Μαργαρίτας Μάτσα, του Δημήτρη Κάπου, του Δημήτρη Γιαρμενίτη, του Κώστα Μπουρμά. Δεν αντιλήφθηκαν ότι ο Γιάννης Χαρούλης ήταν ένας σπουδαίος τραγουδιστής. Πόσω μάλλον να καταλάβουν ότι το βοσκαρουδάκι από την ανατολική Κρήτη κουβαλά έναν αριστοκρατικό αντάρτη που είναι ασχεδίαστα οργισμένος και παράλληλα αυθεντικά ερωτικός. Και μένω στα καλά του. Αυτά που μας αφορούν όλους. Τα κακά του είναι ζητήματα δικά του, της οικογένειας, των φίλων και των στενών του συνεργατών. Κι εγώ φυσικά δεν ανήκω σε καμία από αυτές τις κατηγορίες.